- ἀμφικαλύψας
- ἀμφικαλύψᾱς , ἀμφικαλύπτωenwrapaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεδώ — άω / πεδῶ, άω ΝΜ, πεδῶ, όω Α [πέδη] (ιδίως για τα πόδια) δεσμεύω, δένω με δεσμά νεοελλ. αρχ. επιβραδύνω ή ανακόπτω εντελώς την κίνηση μιας μηχανής χρησιμοποιώντας πέδη, κρατώ κάτι ακίνητο, σταματώ, φρενάρω αρχ. 1. στερεοποιώ κάτι 2. μτφ. (για… … Dictionary of Greek